συμπρωταγωνιστής

συμπρωταγωνιστής
ο
θηλ. συμπρωταγωνίστρια αυτός που πρωταγωνιστεί μαζί με άλλον σε θεατρικό ή κινηματογραφικό έργο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συμπρωταγωνιστής — ο, θηλ. συμπρωταγωνίστρια Ν [πρωταγωνιστής] ηθοποιός που πρωταγωνιστεί μαζί με άλλον σε θεατρικό ή κινηματογραφικό έργο …   Dictionary of Greek

  • παρτενέρ — ο, η 1. αυτός που χορεύει μαζί με άλλον ή άλλη ως χορευτικό ζευγάρι 2. συμπαίκτης σε τυχερό ή άλλο παιχνίδι για δύο άτομα 3. συμπρωταγωνιστής σε θεατρικό ή κινηματογραφικό έργο 4. (οικον.) συμβαλλόμενος, εταίρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. partenaire… …   Dictionary of Greek

  • συμπρωταγωνιστώ — έω, Ν [συμπρωταγωνιστής] πρωταγωνιστώ μαζί με άλλον σε θεατρικό ή κινηματογραφικό έργο …   Dictionary of Greek

  • συν- — και με τις μορφές συ , συγ , συμ , συλ και συρ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση σύν*. Η πρόθεση σύν εν συνθέσει, πριν από τα χειλικά σύμφωνα β, μ, π, φ, ψ, τρέπει το ν σε μ (πρβλ. συμ βάλλω …   Dictionary of Greek

  • Γεωργούλη, Αλίκη — (Αθήνα 1930 – 1995). Ηθοποιός και μεταφράστρια θεατρικών έργων. Ξεκίνησε την καριέρα της στο θέατρο το 1953 με τον θίασο του Μάνου Κατράκη και το έργο Ο άνθρωπος του διαβόλου. Συνέχισε μεταφράζοντας δεκάδες θεατρικά έργα, ενώ παράλληλα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”